μεταδοκώ

μεταδοκώ
μεταδοκῶ, -έω (Α) [δοκώ]
(συν. απρόσ.) αλλάζω γνώμη, μετανιώνω (α. «δείσασα μή σφι μεταδόξῃ», Ηρόδ.
β. «μετέδοξέ σοι ταῡτα βελτίω εἶναι», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”